γιακουντά
(επίρρ.)
γιακουνdά
[ʝakunˈda]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίρρ. yakında = α) κοντά β) πρόσφατα γ) σύντομα.
2. Πρόσφατα, πριν λίγο καιρό
Συνών.
αρέτσα :2