ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιακουντά (επίρρ.) γιακουνdά [ʝakunˈda] Μισθ. Από το τουρκ. επίρρ. yakında = α) κοντά β) πρόσφατα γ) σύντομα.
1. Κοντά : Άγκυρα γιακουνdά 'νι· να πουρπαήεις να πας (Η Άγκυρα είναι κοντά· να περπατήσεις να πας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γιακίν, κοντά
2. Πρόσφατα, πριν λίγο καιρό Συνών. αρέτσα :2