μακριά
(επίρρ.)
μακριά
[maˈkrʝa]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ.
μακριγιά
[makriˈʝa]
Αξ.
μακιριά
[maciˈrʝa]
Μαλακ.
μακρά
[maˈkra]
Ανακ., Αραβαν., Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
μακράς
[maˈkras]
Μισθ.
Από το μεσν. επίρρ. μακρέα. Ο τύπ. μακριά επίσης μεσν. (Λεξ. Κριαρ.) Ο τύπ. μακρά νεότ. (Λεξ. Bλάχ.), από το αρχ. επίρρ. μακράν. Ο τύπ. μακράς με τελικό -ς αναλογ. κατ’ άλλα επιρρ., επίσης νεότ.
Μακριά, σε μεγάλη απόσταση
ό.π.τ.
:
Κατ’ μακρά
(Πολύ μακριά)
Μισθ.
-Κωστ.Σ.
Το παιδί πήγεν λίγο μακριά
(Το παιδί πήγε λίγο μακριά)
Ποτάμ.
-Dawk.
Πήρεν ντα το ντέβι μο το νταdά τ’ς 'ντάμα, πάγασέν ντα πολύ μακρά
(Την πήρε ο γίγαντας μαζί με τον πατέρα της, την πήγε πολύ μακριά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ακούμ’ τσ̑είδι μακρά
(ακόμη είναι μακριά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χεσ̑ώνα σ' τσ̑είdι μακρά
(Η τουαλέτα σου είναι μακριά)
Μισθ.
-Φατ.
Από μακριά το λαγός ακούει και φέγνει
(Από μακριά ο λαγός ακούει και φεύγει)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ο ασλάνος πήρεν το καπλάνι τζ̑αι χίτ'σαν, έφυαν μακρά
(Το λιοντάρι πήρε τον τίγρη και έτρεξαν, έφυγαν μακριά)
Σατ.
-Παπαδ.
Τ’ άλλο το πρωί σ̑ηκούται το φσ̑άχ' πούρμι να βγει όλιος και παίν' μακριά ως το Άι-Γιώργη
(Το άλλο το πρωί σηκώνεται το παιδί πριν να βγει ο ήλιος και πηγαίνει μακριά ως τον Άγιο Γεώργιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τι κείσαι αζ' μακριγιά, έλα, ντώζ’ να χέρ’
(Τι κάθεσαι μακριά, έλα, δώσε ένα χέρι, δηλ. βοήθησε)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ντε μπόριξα να ασκερήσου μακρά
(Δεν μπόρεσα να πηδήξω μακριά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τάλασσα μόνο από μακράς δου ρανώ
(Την θάλασσα μόνο από μακριά την βλέπω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Πολύ μακρά γαβουμλούχου
(Πολύ μακριά συγγενής˙ πολύ μακρινός συγγενής)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ως σε αράdιζα μακριά, ηύρα σε κονdά μ’
(Εκεί μου σε ζητούσα μακριά, σε βρήκα κοντά μου˙ για αναπάντεχη θετική συνάντηση, στον ουρανό σε έψαχνα στη γη σε βρήκα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
‘κόμ’ ο δίεβος μακρυναίνει το ράμμαν ντου, σωστού ν’dα φέρει σην όχτην μπάνου. Σαμ’ 'άν'dα φέρει σην όχτην μπάνου, ’α κόψει το ράμμα ‘πό μακρά, ‘ά πέσει ση λίμbλη
(Και ο διάβολος μακραίνει το σκοινί του, ώσπου να το φέρει στην όχθη επάνω. Όταν το φέρει στην όχθη απάνω, θα κόψει το σκοινί από μακριά, (ενν. και ο άνθρωπος) θα πέσει στη λίμνη˙ ο διάβολος στήνει παγίδες και τιμωρεί κάποια στιγμή τους άδικους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Και το στοιχειό ’ποκρίθηκε απ’ τα δεξιά και μακρά,
αν δεν στοιχειώσιτε άνθρωπον το τείχος δεν θεμελιώνει (Και το στοιχειό απάντησε από τα δεξιά και μακριά,
αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, το τείχος δεν θεμελιώνεται) Καππ. -Αινατζ. Συνών. μακρινά, ουζάκ
αν δεν στοιχειώσιτε άνθρωπον το τείχος δεν θεμελιώνει (Και το στοιχειό απάντησε από τα δεξιά και μακριά,
αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, το τείχος δεν θεμελιώνεται) Καππ. -Αινατζ. Συνών. μακρινά, ουζάκ