μάκαρες
(σύνδ.)
μάκαρες
[ˈmakares]
Σινασσ.
μακάρες
[maˈkares]
Σινασσ.
Από το νεότ. ερωτηματ. σύνδ. μήγαρι = μήπως (< αρχ. μὴ γάρ), με επίδρ. του μακάρι, όπου και τύπ. μακάρε.
Μήπως
:
Μακάρες εγώ το ποίκα;
(Μήπως το έκανα εγώ;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Η Ελέγκω μας, λένε, έν’ ένα μούκα γοβτζίσα, και μάκαρες λέν’ με και τίποτες
(Η Ελένη μας, λένε, είναι λίγο κουτσομπόλα, και μήπως μου λένε και τίποτα;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ίσαμε το βράδυ ντέλεσαι, μάκαρες στο σπίτ' βρίσκει σε κανείς;
(Μέχρι το βράδυ τριγυρνάς, μήπως σε βρίσκει κανείς στο σπίτι;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
γιόξα :2, μη, μπέλκι