ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάκαρες (σύνδ.) μάκαρες [ˈmakares] Σινασσ. μακάρες [maˈkares] Σινασσ. Από το νεότ. ερωτηματ. σύνδ. μήγαρι = μήπως (< αρχ. μὴ γάρ), με επίδρ. του μακάρι, όπου και τύπ. μακάρε.
Μήπως : Μακάρες εγώ το ποίκα; (Μήπως το έκανα εγώ;) Σινασσ. -Αρχέλ. Η Ελέγκω μας, λένε, έν’ ένα μούκα γοβτζίσα, και μάκαρες λέν’ με και τίποτες (Η Ελένη μας, λένε, είναι λίγο κουτσομπόλα, και μήπως μου λένε και τίποτα;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ίσαμε το βράδυ ντέλεσαι, μάκαρες στο σπίτ' βρίσκει σε κανείς; (Μέχρι το βράδυ τριγυρνάς, μήπως σε βρίσκει κανείς στο σπίτι;) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γιόξα :2, μη, μπέλκι