μακάρεμα
(ουσ. ουδ.)
μακάρεμα
[maˈkarema]
Αραβαν.
Από το θ. μακαρ- του ρ. μακαρίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -εμα.