ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακάρτι (ουσ. ουδ.) μακάρτι [maˈkarti] Σινασσ. μακάρτ’ [maˈkart] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. μακάρτσ̑ι [maˈkartʃi] Αραβαν. Αρσ. μακάρτης [maˈkartis] Φάρασ. Από το αρμεν. ουσ. makart = πυτιά (Καρολίδης 1885: 188). Κατά τον Παπαχρίστο (1976: 300-301) η λ. από το βλαχ. mârkatu (οξύγαλα), αλλα ο Καραποτόσογλου (1982: 222-223) υποστηρίζει ότι η βλαχ. λ. προήλθε από τις μικρασιατικές διαλέκτους μέσω της Θράκης και της Μακεδονίας. Η λ. και Πόντ.
Πυτιά ό.π.τ. : Με μακάρτ' μακάρτωναν το γάλα και γένονταν οξ̑ύγαλα (Mε πυτιά έπηζαν το γάλα και γινόταν γιαούρτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σην ψυσ̑ή μας πέσου πάλ’ ένι του Χριστού μας το κατινό ’ς πίστης ο μακάρτης (Και μέσα στην ψυχή μας είναι της αγνής πίστης του Χριστού μας η μαγιά) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.