ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακαρά (ουσ. ουδ.) μακαρά [makaˈra] Γούρδ. μάκαρα [ˈmakara] Μαλακ. μαχαράς [mahaˈras] Φάρασ. μάqα [ˈmaqa] Φλογ. Θηλ. μάκαρα [ˈmakara] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. Πληθ. μάκαρα [ˈmakara] Μισθ. μάκαρες [ˈmakares] Μισθ. μέκ͑ερες [ˈmekʰeres] Σίλ. Από το τουρκ. makara = καρούλι, τυλιγάδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. mahara. Πβ. και νεότ. ουσ. μακαράς.
1. Κουβαρίστρα, καρούλι Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Μέκ͑ερες μας γουλτώσ'κι (Η κουβαρίστρα μας τελείωσε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πή'ν 'ς Αφσ̑άρι να πουλήσει λέικ-κα οτ͑επερίδα, γουμάσ̑α, γιασμάδα, π͑ισ̑ταμπάλα, μαχαράδα, βιόνα (Πήγε (ενν. ο γυρολόγος) στο Αφσάρι να πουλήσει λίγα ψιλοπράματα, υφάσματα, γιασμάδες, ποδιές, κουβαρίστρες, βελόνια) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ.
2. Ειδικότ., κατά πληθ., τα καρούλια του αργαλειού Μισθ., Τσαρικ. : || Φρ. Μάκαρας ράμμαdα (Κλωστές καρουλιού˙ πολύχρωμα υφαντά ζωνάρια) Τσαρικ. -Καραλ.
3. Ανατομικώς, ο αστράγαλος και ειδικότ. το μεγάλο κότσι ζώου με το οποίο χτυπούσαν τα μικρότερα στο ομώνυμο παιχνίδι Μισθ., Φλογ. : Έχω ’να κόσ̑κινο κότσιλα και μέσ̑η τ’νε ένα μάqα (Έχω ένα σωρό κότσια κι ανάμεσά τους μιά μάκαρα˙ ο έναστρος ουρανός και η σελήνη) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κίτσι, κότσι, κότσιλο :1, στραγάλι
β. Το παιχνίδι που παιζόταν με το κόκκαλο του αστραγάλου των μικρών ζώων Μισθ.