μακαρά
(ουσ. ουδ.)
μακαρά
[makaˈra]
Γούρδ.
μάκαρα
[ˈmakara]
Μαλακ.
μαχαράς
[mahaˈras]
Φάρασ.
μάqα
[ˈmaqa]
Φλογ.
Θηλ.
μάκαρα
[ˈmakara]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
Πληθ.
μάκαρα
[ˈmakara]
Μισθ.
μάκαρες
[ˈmakares]
Μισθ.
μέκ͑ερες
[ˈmekʰeres]
Σίλ.
Από το τουρκ. makara = καρούλι, τυλιγάδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. mahara. Πβ. και νεότ. ουσ. μακαράς.
1. Κουβαρίστρα, καρούλι
Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Μέκ͑ερες μας γουλτώσ'κι
(Η κουβαρίστρα μας τελείωσε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πή'ν 'ς Αφσ̑άρι να πουλήσει λέικ-κα οτ͑επερίδα, γουμάσ̑α, γιασμάδα, π͑ισ̑ταμπάλα, μαχαράδα, βιόνα
(Πήγε (ενν. ο γυρολόγος) στο Αφσάρι να πουλήσει λίγα ψιλοπράματα, υφάσματα, γιασμάδες, ποδιές, κουβαρίστρες, βελόνια)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
2. Ειδικότ., κατά πληθ., τα καρούλια του αργαλειού
Μισθ., Τσαρικ.
:
|| Φρ.
Μάκαρας ράμμαdα
(Κλωστές καρουλιού˙ πολύχρωμα υφαντά ζωνάρια)
Τσαρικ.
-Καραλ.
3. Ανατομικώς, ο αστράγαλος και ειδικότ. το μεγάλο κότσι ζώου με το οποίο χτυπούσαν τα μικρότερα στο ομώνυμο παιχνίδι
Μισθ., Φλογ.
:
Έχω ’να κόσ̑κινο κότσιλα και μέσ̑η τ’νε ένα μάqα
(Έχω ένα σωρό κότσια κι ανάμεσά τους μιά μάκαρα˙ ο έναστρος ουρανός και η σελήνη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κίτσι, κότσι, κότσιλο :1, στραγάλι
β.
Το παιχνίδι που παιζόταν με το κόκκαλο του αστραγάλου των μικρών ζώων
Μισθ.