ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κότσι (I) (ουσ. ουδ.) κότσι [ˈkotsi] Δίλ., Σινασσ., Φάρασ. κότσ̑ι [ˈkotʃi] Δίλ., Κίσκ., Σίλ., Σινασσ. κότσ̑' [kotʃ] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. κόσ̑' [koʃ] Αραβαν. κόσ' [kos] Γούρδ. κότσι [ˈkotsi] Μισθ., Τροχ., Φάρασ. κούτσ̑' [kutʃ] Φλογ. Πληθ. κότσα [ˈkotsa] Τελμ. Από το μεσν. ουσ. κότσιν. Πβ. και αρμεν. կոճ (koč) = αστράγαλος και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. koc = α) αστράγαλος β) παιχνίδι με αστραγάλους, δάνειο από την ελλ. (THADS, λ. koc II).
1. Αστράγαλος Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φλογ. : Σαρΰδια μαλλιά έχισκε, μακριά άσον σα κότσα τσης (Kίτρινα, δηλ. ξανθά, μαλλιά είχε, μακριά ως τους αστραγάλους της) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κίτσι, κότσιλο, μακαρά, στραγάλι
β. Το παιδικό παιχνίδι αστράγαλοι, που παίζεται με αστραγάλους ζώων ό.π.τ. : Να παίξουμ’ μο 'α κότσ̑α (Να παίξουμε με τους αστραγάλους ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Φτέρνα Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Αφήνουνε το θύρα σο qότσ̑ι τ’ αbάνω και φέγνουνε (Αφήνουν την πόρτα ορθάνοιχτη και φεύγουν) Φλογ. -Dawk. || Φρ. Τ' τύρας 'ς το κότσ̑ ' απάνω 'ναι (Η πόρτα είναι πάνω στο κότσι, πάνω στην άρθρωση˙ Η πόρτα είναι ολάνοιχτη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. τοπούχι, φτέρνα :1
3. Μτφ., σωματική ή/και ηθική αντοχή Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. : Έ! Άλλο ξέβαν τα κότσια μας, οσ’ φώτ’σεν ο Θεός τη μέρα τ’ συγυρίζουμε (Ε! Βγήκαν πια τα κότσια μας (δεν αντέχουμε άλλο), από το ξημέρωμα συγυρίζουμε) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Κούτσ̑' μ' δε σ̑υφτάν' (Δεν φτάνουν τα κότσια μου˙ είναι ανώτερο των δυνάμεών μου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Κότσ' δεν έχ' (Δεν έχει κότσια˙ είναι δειλός) Μαλακ. -Τζιούτζ.