κότσι (I)
(ουσ. ουδ.)
κότσι
[ˈkotsi]
Δίλ., Σινασσ., Φάρασ.
κότσ̑ι
[ˈkotʃi]
Δίλ., Κίσκ., Σίλ., Σινασσ.
κότσ̑'
[kotʃ]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
κόσ̑'
[koʃ]
Αραβαν.
κόσ'
[kos]
Γούρδ.
κότσι
[ˈkotsi]
Μισθ., Τροχ., Φάρασ.
κούτσ̑'
[kutʃ]
Φλογ.
Πληθ.
κότσα
[ˈkotsa]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. κότσιν. Πβ. και αρμεν. կոճ (koč) = αστράγαλος και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. koc = α) αστράγαλος β) παιχνίδι με αστραγάλους, δάνειο από την ελλ. (THADS, λ. koc II).
β.
Το παιδικό παιχνίδι αστράγαλοι, που παίζεται με αστραγάλους ζώων
ό.π.τ.
:
Να παίξουμ’ μο 'α κότσ̑α
(Να παίξουμε με τους αστραγάλους
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Φτέρνα
Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Αφήνουνε το θύρα σο qότσ̑ι τ’ αbάνω και φέγνουνε
(Αφήνουν την πόρτα ορθάνοιχτη και φεύγουν)
Φλογ.
-Dawk.
|| Φρ.
Τ' τύρας 'ς το κότσ̑ ' απάνω 'ναι
(Η πόρτα είναι πάνω στο κότσι, πάνω στην άρθρωση˙ Η πόρτα είναι ολάνοιχτη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
τοπούχι, φτέρνα :1
3. Μτφ., σωματική ή/και ηθική αντοχή
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Έ! Άλλο ξέβαν τα κότσια μας, οσ’ φώτ’σεν ο Θεός τη μέρα τ’ συγυρίζουμε
(Ε! Βγήκαν πια τα κότσια μας (δεν αντέχουμε άλλο), από το ξημέρωμα συγυρίζουμε)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Κούτσ̑' μ' δε σ̑υφτάν'
(Δεν φτάνουν τα κότσια μου˙ είναι ανώτερο των δυνάμεών μου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Κότσ' δεν έχ'
(Δεν έχει κότσια˙ είναι δειλός)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.