κοτσίζω
(ρ.)
κοτ͑σ̑ίζω
[koˈtʰʃizo]
Φάρασ.
κοτσ̑ίζου
[koˈtʃizu]
Φάρασ.
κότ͑σ̑άω
[kotʰʃao]
Αφσάρ.
Από τoν αόρ. του τουρκ. ρ. göçmek = μεταναστεύω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Μετακομίζω
ό.π.τ.
2. Μετοικώ, μεταναστεύω
ό.π.τ.