κότιμο
(ουσ. ουδ.)
κότιμο
[ˈkotimo]
Φάρασ.
κοτίμι
[koˈtimi]
Φάρασ.
Πληθ.
κοτίμα
[koˈtima]
Κίσκ., Φάρασ.
κοτίμε
[koˈtime]
Φάρασ.
Από το αρμεν. ουσ. kotem (< παλ. αρμεν. kotim, kotimn· πβ. Καρολίδης 1885: 89) = κάρδαμο.
1. Κάρδαμο
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ηύρες το νομάτη να πουλήσ' τα κοτίμε
(Βρήκες άνθρωπο να πουλήσεις τα κάρδαμα˙ για άνθρωπο που δίνει συμβουλές σε κάποιον που γνωρίζει πολλά περισσότερα για το θέμα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Ρόκες, βρώσιμα χορταρικά
Φάρασ.