κοτσάκι (II)
(ουσ. ουδ.)
κοτσάκ'
[koˈtsak]
Αξ., Σινασσ., Τζαλ.
κοτζάκ'
[koʹdzak]
Σινασσ.
κουτσάκ'
[kuˈtsak]
Αξ., Αραβαν.
κουτσάκι
[kuˈtsaci]
Σίλ.
Από το αρμεν. ουσ. kochak = κουμπί. Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 203-204).
Πβ.
κιτσάνι
Κουμπί
ό.π.τ.
:
Ούλα ρούχων του κουτσάκια έβγαλάν τα
(Όλων των ρούχων του τα κουμπιά τα έβγαλαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσακέτσι μου σέλει τίρια κουτσάκια
(Το σακάκι μου χρειάζεται τρία κουμπιά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Αδαρά τα καινούργια τα νυφάδες θέλουν […] 12 φουστάνια μεταξωτά και λαχουριά, κάλτσες ίσαμε δα πάνω, ποτίνια με κοτζάκια
(Τώρα οι καινούργιες νύφες θέλουν […] 12 φουστάνια μεταξωτά και λαχουρένια, κάλτσες ως εδώ πάνω, μποτίνια με κουμπιά)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Ασμ.
Αν σε δείξω την τένdα μου πολύ θε να τρομάξεις.
Γύρω γύρω στην τένdα μου παλληκαριών κοτσάκια
και κορασιάς πλεξίδια ((Αν σου δείξω την σκηνή μου (λέει ο Χάρος) θα τρομάξεις πολύ.
Γύρω γύρω στην σκηνή μου έχει κουμπιά παλληκαριών
και πλεξίδες κοριτσιών) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Συνών. γαλάτσι, θηλειά :3, ντογμές
Γύρω γύρω στην τένdα μου παλληκαριών κοτσάκια
και κορασιάς πλεξίδια ((Αν σου δείξω την σκηνή μου (λέει ο Χάρος) θα τρομάξεις πολύ.
Γύρω γύρω στην σκηνή μου έχει κουμπιά παλληκαριών
και πλεξίδες κοριτσιών) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Συνών. γαλάτσι, θηλειά :3, ντογμές