κουβάλημα
(ουσ. ουδ.)
κουβάλημα
[kuˈvalima]
Γούρδ., Μισθ., Φλογ.
κουβάλεμα
[kuˈvalema]
Αξ., Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. κουβάλημα.
Κουβάλημα, μεταφορά
ό.π.τ.
:
'τον τελειώσ̑' θέρος πασ̑λατούμε αστασ̑ού το κουβάλημα
(Όταν τελειώσει ο θερισμός αρχίζουμε τη μεταφορά των σταχυών)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
παάζημα