ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβάλημα (ουσ. ουδ.) κουβάλημα [kuˈvalima] Γούρδ., Μισθ., Φλογ. κουβάλεμα [kuˈvalema] Αξ., Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. κουβάλημα.
Κουβάλημα, μεταφορά ό.π.τ. : 'τον τελειώσ̑' θέρος πασ̑λατούμε αστασ̑ού το κουβάλημα (Όταν τελειώσει ο θερισμός αρχίζουμε τη μεταφορά των σταχυών) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. παάζημα