ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβέτι (ουσ. ουδ.) κουβέdι [kuˈvedi] Ουλαγ. γουβέτι [ɣuˈveti] Ανακ., Σινασσ. γουβέτσ̑ι [ɣuˈvetʃi] Σίλ. γουβέσ̑’ [ɣuˈveʃ] Αραβαν. γουβάτ͑ι [ɣuˈvatʰi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kuvvet (< αραβ. ḳuwwa(t)) = δύναμη, όπου και διαλεκτ. τύπ. kuvat.
1. Δύναμη ό.π.τ. : Το κουβέdι σ' πού είναι; (Από πού προέρχεται η δύναμή σου;) Ουλαγ. -Dawk. Ο Θεός να σε δώσει γουβάτι (Ο Θεός να σου δώσει δύναμη) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Πήρε η βρεσ̑ή του τόπου το γουβάτι (Η βροχή πήρε την δύναμη του τόπου, δηλ. παρέσυρε το χώμα) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Ερ να πορώσ̑εις να τσ̑η τραβήξεις όξου οπ’ τσ̑η σύρα, ’κει γάιρϋ κόβιτι γουβέτσ̑ι τσ̑ης (Aν μπορέσεις να την τραβήξεις έξω από την πόρτα, εκεί πια κόβεται η δύναμή της) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Γειά στα σ̑έρια σ', να πληθαίνει το γουβέτι σ' (Γειά στα χέρια σου, να μεγαλώνουν οι δυνάμεις σου) Σινασσ. -Λεύκωμα || Φρ. Να πληθαίνουν τα κουβέτια σ’ (Να μεγαλώνει η δύναμή σου˙ ευχή σε εργαζόμενο ή ταξιδιώτη ) Σινασσ., Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Σο γουβάτι σου κορά πε το καdζί σου τσ̑αι ποίτσ̑ε τ' όργο σου (Κατά την δύναμή σου πες το λόγο σου και κάνε την δουλειά σου˙ πρέπει κανείς να έχει συναίσθηση των δυνατοτήτων και των ορίων του) Φάρασ. -Κελεκ.
2. Εξουσία, ισχύς Φάρασ. : Εμένα νόμας ιζίνι τζαι γουβάτι, 'γώ που να μαργαώσω με το Γηράλη (Εμένα δώσε μου άδεια και εξουσία, για να αναμετρηθώ εγώ με τον Κίραλη) Φάρασ. -Dawk.Boy