κουβέτι
(ουσ. ουδ.)
κουβέdι
[kuˈvedi]
Ουλαγ.
γουβέτι
[ɣuˈveti]
Ανακ., Σινασσ.
γουβέτσ̑ι
[ɣuˈvetʃi]
Σίλ.
γουβέσ̑’
[ɣuˈveʃ]
Αραβαν.
γουβάτ͑ι
[ɣuˈvatʰi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kuvvet (< αραβ. ḳuwwa(t)) = δύναμη, όπου και διαλεκτ. τύπ. kuvat.
1. Δύναμη
ό.π.τ.
:
Το κουβέdι σ' πού είναι;
(Από πού προέρχεται η δύναμή σου;)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ο Θεός να σε δώσει γουβάτι
(Ο Θεός να σου δώσει δύναμη)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Πήρε η βρεσ̑ή του τόπου το γουβάτι
(Η βροχή πήρε την δύναμη του τόπου, δηλ. παρέσυρε το χώμα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Ερ να πορώσ̑εις να τσ̑η τραβήξεις όξου οπ’ τσ̑η σύρα, ’κει γάιρϋ κόβιτι γουβέτσ̑ι τσ̑ης
(Aν μπορέσεις να την τραβήξεις έξω από την πόρτα, εκεί πια κόβεται η δύναμή της)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Γειά στα σ̑έρια σ', να πληθαίνει το γουβέτι σ'
(Γειά στα χέρια σου, να μεγαλώνουν οι δυνάμεις σου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Φρ.
Να πληθαίνουν τα κουβέτια σ’
(Να μεγαλώνει η δύναμή σου˙ ευχή σε εργαζόμενο ή ταξιδιώτη )
Σινασσ., Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Σο γουβάτι σου κορά πε το καdζί σου τσ̑αι ποίτσ̑ε τ' όργο σου
(Κατά την δύναμή σου πες το λόγο σου και κάνε την δουλειά σου˙ πρέπει κανείς να έχει συναίσθηση των δυνατοτήτων και των ορίων του)
Φάρασ.
-Κελεκ.
2. Εξουσία, ισχύς
Φάρασ.
:
Εμένα νόμας ιζίνι τζαι γουβάτι, 'γώ που να μαργαώσω με το Γηράλη
(Εμένα δώσε μου άδεια και εξουσία, για να αναμετρηθώ εγώ με τον Κίραλη)
Φάρασ.
-Dawk.Boy