ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβαλαίνω (ρ.) κουβαλαίνω [kuvaˈleno ] Φάρασ. Από το ρ. κουβαλώ και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
Κουβαλώ, μεταφέρω : Κουβαλαίνουμε σου σ̑ειμού το τουφάνι ξύα 'σ' το ορμάνι (Κουβαλάμε μέσα στην ανεμοθύελλα του χιονιά, ξύλα από το δάσος) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Ρώτ’σαν ντο μερμήνdζ̑ι «Τό κοτσ̑ί του κουβαλαίν' άτσομπoίo βαρύ ένι;» τσ̑' είπεν ντι «Μο το 'μόν ντο ζυ ἐν' εβδομήντα πένdε λίτρε» (Ρώτησαν το μυρμήγκι «Ο σπόρος που κουβαλάς είναι τόσο βαρύς;» Και είπε «Με το δικό μου ζύγι είναι εβδομήντα πέντε λίτρες»˙ όταν κάποιος θέλει να δείξει ότι ο πόνος του είναι μεγάλος, κι ας φαίνεται μικρός στους άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.