κουβαλαίνω
(ρ.)
κουβαλαίνω
[kuvaˈleno ]
Φάρασ.
Από το ρ. κουβαλώ και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
Κουβαλώ, μεταφέρω
:
Κουβαλαίνουμε σου σ̑ειμού το τουφάνι ξύα 'σ' το ορμάνι
(Κουβαλάμε μέσα στην ανεμοθύελλα του χιονιά, ξύλα από το δάσος)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Ρώτ’σαν ντο μερμήνdζ̑ι «Τό κοτσ̑ί του κουβαλαίν' άτσομπoίo βαρύ ένι;» τσ̑' είπεν ντι «Μο το 'μόν ντο ζυ ἐν' εβδομήντα πένdε λίτρε»
(Ρώτησαν το μυρμήγκι «Ο σπόρος που κουβαλάς είναι τόσο βαρύς;» Και είπε «Με το δικό μου ζύγι είναι εβδομήντα πέντε λίτρες»˙ όταν κάποιος θέλει να δείξει ότι ο πόνος του είναι μεγάλος, κι ας φαίνεται μικρός στους άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.