κουβαλώ
(ρ.)
κουβαλώ
[kuvaˈlo]
Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
Παρατατ.
κουβάλεινα
[kuˈvalina]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ.
κουβάλ'να
[kuˈvalna]
Αξ.
κουβάλιζ̑α
[kuˈvaliʒa]
Ποτάμ.
κουβαλένgα
[kuvaˈlenga]
Τσουχούρ.
Αόρ. Υποτ.
κουβαλέσω
[kuvaˈleso]
Φλογ.
Από το μεσν. ρ. κουβαλῶ < μεταγν. κοβαλεύω.
Κουβαλώ
ό.π.τ.
:
Κουβαλούν τάκαλ
(Κουβαλούν (ενν. τα μυρμήγκια) σιτάρι)
Μισθ.
-Dawk.
Ένα γιόροζ ναίκα κουβάλεινε καλά γεμέκια, μύριζαμ' μπαχάρια
(Μια γριά γυναίκα κουβαλούσε ωραία φαγητά, μυρίζαμε μπαχαρικά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το πομ'νίσ̑κει κουβαλούμε τα τα αμπάρα μας
(Αυτό (το σιτάρι) που απομένει το μεταφέρουμε στις αποθήκες μας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Κουβάλεινάμ’ τα εκεί, με τα τσ̑ουβάλια φέρισ̑καμ'
(Τα κουβαλούσαμε εκεί, με τα τσουβάλια τα φέρναμε)
Ανακ.
-Cost.
Ντούλιψα νεκκλησ̑ά τσ̑ι κουβάλεινα χτάρα
(Δούλεψα στην εκκλησία και κουβαλούσα πέτρες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πλένισκαμ' τα ρούχα, κουβάλιζ̑αμ' ξύλα, τη σκάφη και το καζ̑άνι και έπλεναμ' και ξέραινάμ' τα
(Πλέναμε τα ρούχα, κουβαλούσαμε ξύλα, την σκάφη και το καζάνι και πλέναμε και τα στεγνώναμε)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κουβαλένgαν τα τεμάτα σ’ αώνι μο τον αραπά, τἄμισα μο τα γαgλία
(Κουβαλούσαν τα δεμάτια με το κάρο στο αλώνι, άλλοι με τα δίτροχα κάρα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Χα̈ρίφος με το-ν-τ’ρέσ̑ι τ’ άσα έξι σαάτια τόπος κουβάλ’νεν άλας
(Ο άντρας κουβαλούσε αλάτι στην ράχη του, έξι ώρες δρόμο )
Φλογ.
-ΚΜΣ-CD
Λερό μι δα βαρέλια μι δα αραμπάια κουβάλειναμ'
(Νερό με τα βαρέλια, με τα κάρα κουβαλούσαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μέχρι τον αχυριώνα, κουβάλ’ναμ’ το με τ’ αραbά
(Μέχρι τον αχυρώνα, τα κουβαζλούσαμε (τα άχυρα) με τον αραμπά)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Σο qάμο σ' με το κόσ̑κινο να κουβαλέσω νερό
(Στον γάμο σου με το κόσκινο θα κουβαλήσω νερό˙ λεγόταν ειρωνικά στους νέους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361