ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβαλώ (ρ.) κουβαλώ [kuvaˈlo] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. Παρατατ. κουβάλεινα [kuˈvalina] Ανακ., Αραβαν., Μισθ. κουβάλ'να [kuˈvalna] Αξ. κουβάλιζ̑α [kuˈvaliʒa] Ποτάμ. κουβαλένgα [kuvaˈlenga] Τσουχούρ. Αόρ. Υποτ. κουβαλέσω [kuvaˈleso] Φλογ. Από το μεσν. ρ. κουβαλῶ < μεταγν. κοβαλεύω.
Κουβαλώ ό.π.τ. : Κουβαλούν τάκαλ (Κουβαλούν (ενν. τα μυρμήγκια) σιτάρι) Μισθ. -Dawk. Ένα γιόροζ ναίκα κουβάλεινε καλά γεμέκια, μύριζαμ' μπαχάρια (Μια γριά γυναίκα κουβαλούσε ωραία φαγητά, μυρίζαμε μπαχαρικά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το πομ'νίσ̑κει κουβαλούμε τα τα αμπάρα μας (Αυτό (το σιτάρι) που απομένει το μεταφέρουμε στις αποθήκες μας) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Κουβάλεινάμ’ τα εκεί, με τα τσ̑ουβάλια φέρισ̑καμ' (Τα κουβαλούσαμε εκεί, με τα τσουβάλια τα φέρναμε) Ανακ. -Cost. Ντούλιψα νεκκλησ̑ά τσ̑ι κουβάλεινα χτάρα (Δούλεψα στην εκκλησία και κουβαλούσα πέτρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πλένισκαμ' τα ρούχα, κουβάλιζ̑αμ' ξύλα, τη σκάφη και το καζ̑άνι και έπλεναμ' και ξέραινάμ' τα (Πλέναμε τα ρούχα, κουβαλούσαμε ξύλα, την σκάφη και το καζάνι και πλέναμε και τα στεγνώναμε) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κουβαλένgαν τα τεμάτα σ’ αώνι μο τον αραπά, τἄμισα μο τα γαgλία (Κουβαλούσαν τα δεμάτια με το κάρο στο αλώνι, άλλοι με τα δίτροχα κάρα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Χα̈ρίφος με το-ν-τ’ρέσ̑ι τ’ άσα έξι σαάτια τόπος κουβάλ’νεν άλας (Ο άντρας κουβαλούσε αλάτι στην ράχη του, έξι ώρες δρόμο ) Φλογ. -ΚΜΣ-CD Λερό μι δα βαρέλια μι δα αραμπάια κουβάλειναμ' (Νερό με τα βαρέλια, με τα κάρα κουβαλούσαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μέχρι τον αχυριώνα, κουβάλ’ναμ’ το με τ’ αραbά (Μέχρι τον αχυρώνα, τα κουβαζλούσαμε (τα άχυρα) με τον αραμπά) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Σο qάμο σ' με το κόσ̑κινο να κουβαλέσω νερό (Στον γάμο σου με το κόσκινο θα κουβαλήσω νερό˙ λεγόταν ειρωνικά στους νέους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361