ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβάρι (ουσ. ουδ.) κουβάρι [kuˈvari] Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. κουβάρ' [kuˈvar] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ. Πληθ. κουβάρια [kuˈvarʝa] Μισθ., Τροχ., Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. κουβάριν.
Κουβάρι ό.π.τ. : Τυλίζου κουβάρ’ (Τυλίγω το κουβάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κουβαριού ντου μεσ’νού (Το κέντρο του κουβαριού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ρως μου ένα γκουβάρι όργου (Δώσε μου ένα κουβάρι μάλλινο νήμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κάναμε κουβάρια και το νέθαμε (Κάναμε κουβάρια και το γνέθαμε ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Τα κουβάρια τι τσισίτ τα μπουγιάτ'σες; (Τα κουβάρια τι χρώμα τα έβαψες;) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. τόπι, Πβ. τυλιγάδι