κουβάρι
(ουσ. ουδ.)
κουβάρι
[kuˈvari]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
κουβάρ'
[kuˈvar]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
Πληθ.
κουβάρια
[kuˈvarʝa]
Μισθ., Τροχ., Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κουβάριν.
Κουβάρι
ό.π.τ.
:
Τυλίζου κουβάρ’
(Τυλίγω το κουβάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κουβαριού ντου μεσ’νού
(Το κέντρο του κουβαριού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ρως μου ένα γκουβάρι όργου
(Δώσε μου ένα κουβάρι μάλλινο νήμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κάναμε κουβάρια και το νέθαμε
(Κάναμε κουβάρια και το γνέθαμε )
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Τα κουβάρια τι τσισίτ τα μπουγιάτ'σες;
(Τα κουβάρια τι χρώμα τα έβαψες;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
τόπι, Πβ.
τυλιγάδι