λαβάσι
(ουσ. ουδ.)
βουάσ̑ι
[vuˈaʃi]
Φάρασ.
ουάσ̑ι
[ˈwaʃi]
Αφσάρ., Φάρασ.
βάσ̑ι
[ˈvaʃi]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Πληθ.
λαβάσ̑α
[laˈvaʃa]
Μισθ.
λαβάτσα
[laˈvatsa]
Φλογ.
βάσ̑α
[ˈvaʃa]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
ουάσ̑ε
[ˈwaʃe]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. lavaş = ψωμί σαν πίτα. Η λ. και ποντ. με τον τύπ. λαβάσ̑' (Aναστασιάδης 1980: 65).
Είδος στρογγυλής λεπτής πίτας
ό.π.τ.
:
Η ναίκα πάσι ουάσ̑ι
(Η γυναίκα έκανε πίτα)
Αφσάρ.
-Dawk.
Σ̑άνιξι κουλούρια, ψωμιά, λαλάτζα, ψωμια̈́, λαβάσ̑α που λέν
(Έφτιαχνε κουλούρια, ψωμιά, λαλάγγια, ψωμιά, λαβάσια που λένε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γεμώνκανι το αμπάρι ν'dά λέσουνι 'λεύρι να ποίκουνι βάσ̑α
(Γέμιζαν (ενν. στάρι) την σιταποθήκη, να το αλέσουν αλεύρι να κάνουν ψωμιά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πβ.
γιουφκά, σεπέ, φτενός