λαγός
(ουσ. αρσ.)
λαγός
[laˈɣos]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ.
‘αγός
[aˈɣos]
Φάρασ.
Πληθ.
‘αγοί
[aˈʝi]
Φάρασ.
’αγι̂́
[aˈɣɯ]
Φάρασ.
λαγόζια
[laˈɣozʝa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τροχ.
Μεσν. ουσ. λαγός, το οπ. από το αρχ. ουσ. λαγωός/λαγώς. Ο τύπ. ‘αγός λόγω συστηματικής αποβολής του [l] (Ανδριώτης 1948: 30, 82).
1. Λαγός
ό.π.τ.
:
Από μακριά το λαγός ακούει και φέγνει
(Από μακριά ο λαγός ακούει και φεύγει)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ήρταν τζ̑αι στο ορμάνι ατόνε τα ’πομεινά του ρουσ̑ού τα χαϊβανόκκα, πουστιέσαν παρέτζει το ζαρκάδι, ο πουρτσούχος, τζ’ 'αγός
(Ήλθαν και από το δάσος τα άλλα ζωάκια του βουνού, λούφαξαν παρακεί το ζαρκάδι, το κουνάβι, ο λαγός)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Άμε σκυλί, έλα λαγός, να πά’ 'ς του ντώμα
(Πήγαινε σκυλί, ένα λαγέ, να πάει στην στέγη˙ το έλεγαν κατά πρόληψη, θρυμματίζοντας το πρώτο δόντι παιδιού και σκορπίζοντάς το στη στέγη)
Μισθ., Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Να γενεί το ψωμί ζ' λαγός
(Nα γίνει το ψωμί σου λαγός, ενν. και να το κυνηγάς˙ αρά)
Αξ.
-Μαυροχ.
Το ταζί και το λαγός
(Το λαγωνικό και ο λαγός˙ παιδικό ομαδικό παιχνίδι όπου ο κυνηγώμενος (λαγός) αν συλληφθεί από τον κυνηγό (λαγωνικό) αναγκάζεται να τον κουβαλήσει στην πλάτη του)
Αξ.
-Μαυροχ.
Λαγό μι ντα κρομμύια
(Λαγός με τα κρεμμύδια˙ στιφάδο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Είσ’ ανdί 'αγού το κάκι, νε μυράς, νε κο’ἀς
(Είσαι σαν του λαγού το σκατό, ούτε μυρίζεις, ούτε κολλάς˙ λέγεται περιφρονητικά για όσους δεν είναι ούτε φίλοι ούτε εχθροί μας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο 'αγός χολι-έστη στο ρουσ̑ί, 'άχτ'σεν ντα, τσάκ'σεν το ποράδιν του
(Ο λαγός θύμωσε με το βουνό, το κλώτσησε, τσάκισε το ποδάρι του˙ δεν πρέπει κανείς να τα βάζει με ισχυρότερους αντιπάλους)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
λαγόκας, λαγούδι, νταφσάνι
2. Κουνέλι
Αξ., Τροχ.
:
Είχα και λαγόζια, αλόγατα
(Είχα και κουνέλια, άλογα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
νταφσάνι