λαγήνι
(ουσ. ουδ.)
λαγήνι
[laˈʝini]
Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
λαγήν'
[laˈʝin]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
λαήνι
[laˈini]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ.
λαήν'
[laˈin]
Αξ., Αραβ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τσαρικ.
λαήν̑'
[laˈiɲ]
Μισθ.
‘αήνι
[aˈini]
Φάρασ.
Πληθ.
λαήνια
[laˈiɲa]
Γούρδ., κ.α., Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. λαγύνιον, υποκορ. του αρχ. λάγυνος (LSJ). H γρ. με <η> μέσω του μεταγν. αντιδάν. λαγήνα (< λατιν. lagēna < λάγυνος). Ο τύπ. λαήνι νεότ. Ο τύπ. ’αήνι λόγω της συστηματικής αποβολής του [l] (Ανδριώτης 1948: 30, 82).
Λαγήνι, στάμνα
ό.π.τ.
:
Μικρό ντου λαήνι
(Η μικρή στάμνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γιόμω και το μέγα το λαγήν’ λερό
(Γέμισε και την μεγάλη στάμνα με νερό)
Αξ.
-Μαυροχ.
Λαήνια πιάσαν αϊάζ
(Οι στάμνες έπιασαν πάγο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το λαγήν’ όφκαιρό ’ναι, ασ' το πηγάρ’ γιόμω ’το
(Η στάμνα είναι άδεια, από την πηγή γέμισέ την)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Πήα σου τσ̑οσμά να πάρου λερό τσ̑ι τσάκουσα ντου λαήν’
(Πήγα στην βρύση να φέρω νερό και έσπασα την στάμνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Και ήρτεν ένα qοτζ̑ά qαρί, να γεμώσ̑’ το λαήνι τ’
(Και ήρθε μιά ηλικιωμένη γυναίκα να γεμίσει την στάμνα της)
Τελμ.
-Dawk.
Σήκω με ένα μούκα τα λαγήνια μ', άμα γηράσ' κανείς τα χέρια του κονταίνουνε
(Σήκωσε για λίγο (κουβάλα μου) τα λαγήνια μου, άμα γεράσει κανείς τα χέρια του κονταίνουν)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Νάσ̑ι γελάς που τσακώσ'κε λαγήνι μ';
(Γιατί γελάς που έσπασε η στάμνα μου;)
Σίλ.
-Συλλ.
Γιουμώνει και κάσεται, γιούμωσε το λαήνι
(Γεμίζοντας γεμίζοντας, γέμισε τελικά το λαγήνι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Τ’ λαηνιού το στόμα
(Του λαγηνιού το στόμα˙ το στόμιο της στάμνας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έρσ̑εται ένα μπόρα με τα λαήνια
(Έρχεται μιά μπόρα με τα κανάτια˙ για έντονη βροχή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Τ’ 'αήνι άμε τσ̑’ ε’ 'δώ στο πεγάιδι, ’α τσακωθεί
(Το λαγήνι πήγαινε κι έλα στην βρύση, θα τσακιστεί˙ προειδοποίηση σε κάποιον που ενεργεί ριψοκίνδυνα ότι αναπόφευκτα θα πάθει μη ανταστρέψιμη ζημιά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τ’ λερού το λαγήν’ σ’ λερού τ’ στράτα τσακούται
(Του νερού η στάμνα στου νερού το δρόμο σπάει˙ ζημιώνεται τελικά κάποιος, όταν ασχολείται διαρκώς με κάτι)
Φάρασ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κούμνα, κουμνί :1, μπότι