ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάβι (ουσ. ουδ.) 'άβι [ˈavi] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. λάβιον = λαβή. Ο τύπ. 'άβι λόγω συστηματικής αποβολής του αρχικού [l], βλ. Dawkins (1916: 580), Ανδριώτης (1948: 30).
1. Χειρολαβή Φάρασ. : Σου τεγανιού τ' 'άβι (Στο χερούλι του τηγανιού) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. ’α ‘ινεί ’ς αν μπελέτσ̑ι αν ‘άβι (Θα γίνει σε ένα πελέκι λαβή˙ θα γίνει χρήσιμος άνθρωπος) Φάρασ. -Ανδρ. Το μασ̑αίρι τ’ ’αβίν τζ̑ο πελεκά (Το μαχαίρι την λαβή του δεν πελεκάει˙ δεν βλάπτουμε τους οικείους μας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βραχιόνι :3, γούλπι, λάβος, στόμα :5, χέρι :4
2. Μαχαίρι Φάρασ. : 'άβι έκοψέ ντα (Μαχαίρι τα έκοψε) Φάρασ. -Dawk. Συνών. ιφλάχι :1, καραμνίς, μαχαίρι