ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαγόκας (ουσ. αρσ.) 'αγόκας [aˈɣokas] Φάρασ. Από το ουσ. λαγός, όπου και τύπ. ’αγός, και το παραγωγ. επίθμ. -κας. Ο Dawkins (1916: 155, 618), παρερμηνεύοντας το όχι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα Φάρασα επίθμ. -κας, αποδίδει στο λαγόκας την μεγεθυντική σημ. ‘μεγάλος λαγός’.
Λαγός Φάρασ. : Να πειζ απιδού, ’α ‘ινείς ‘αγόκας (Αν πιεις (νερό) αποδώ, θα γίνεις λαγός) Φάρασ. -Dawk. Συνών. λαγός, λαγούδι, νταφσάνι