λαγόκας
(ουσ. αρσ.)
'αγόκας
[aˈɣokas]
Φάρασ.
Από το ουσ. λαγός, όπου και τύπ. ’αγός, και το παραγωγ. επίθμ. -κας. Ο Dawkins (1916: 155, 618), παρερμηνεύοντας το όχι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα Φάρασα επίθμ. -κας, αποδίδει στο λαγόκας την μεγεθυντική σημ. ‘μεγάλος λαγός’.