νταφσάνι
(ουσ. ουδ.)
νταφσάνι
[dafˈsani]
Σίλ.
νταφσάν
[dafˈsan]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. tavşan = α) λαγός β) κουνέλι, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. davşan.