ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταφσάνι (ουσ. ουδ.) νταφσάνι [dafˈsani] Σίλ. νταφσάν [dafˈsan] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. tavşan = α) λαγός β) κουνέλι, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. davşan.
Λαγός, κουνέλι ό.π.τ. : Βαβά τ' έν'νε νταφσ̑άν, να το πιάσ̑' ντεΐ (Ο πατέρας της έγινε λαγός, για να το πιάσει) Ουλαγ. -Dawk. Αβτζής νταφσάνι ντώκεν τα (O κυνηγός χτύπησε το κουνέλι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. λαγόκας, λαγός, λαγούδι