νταφσάνι
(ουσ. ουδ.)
νταφσάνι
[dafˈsani]
Σίλ.
νταφσάν
[dafˈsan]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. tavşan, όπου και διαλεκτ. τύπ. davşan= α) λαγός β) κουνέλι.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025