νταριλντίζω
(ρ.)
νταρι̂λντίζω
[darɯlˈdizo]
Αραβαν.
νταριλντίζου
[darɯlˈdizu]
Μισθ.
νταρουλντίζου
[darulˈdizu]
Μισθ.
νταριλντώ
[darilˈdo]
Σινασσ.
ταριλτώ
[tarilˈto]
Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
νταριλντού
[darɯlˈdu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
νταρι̂́λντιζα
[daˈrɯldiza]
Μισθ.
Αόρ.
νταρι̂́λτ'σα
[daˈrɯltsa]
Μισθ.
νταρι̂́λσα
[daˈrɯlsa]
Μαλακ., Ουλαγ.
νταρίλτζησα
[daˈrildzisa]
Σίλ.
Υποτ.
νταρι̂λντίσου
[darɯlˈdisu]
Μισθ.
Προστ. Εν.
νταρίλντα
[daˈrɯlda]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. darılmak = α) παρεξηγούμαι β) προσβάλλομαι γ) μαλώνω.
1. Δυσαρεστούμαι, θυμώνω
ό.π.τ.
:
Ντέν ντα είπα ντεΐ, νταρι̂́λτ'σ̑ι
(Δεν του είπα (να έρθει) και θύμωσε)
Μισθ.
-Φατ.
Έφεραν ντο λερό· ντε νταρι̂́λσε
(Του έφεραν νερό (αντί για φαγητό)· δεν θύμωσε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Aν νταριλντήσ' ο γιό μ' και δεν κλώσ' ξανά να με διεί;
(Αν θυμώσει ο γιός μου και δεν γυρίσει ξανά να με δει;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
'πώσκαν του είρι νταρι̂́λτζησι
(Mόλις τον είδε θύμωσε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ταρηλτά σο Τούρκο και τρώει το σαρακοστή τ'
(Θυμώνει με τον Τούρκο και καταλύει την σαρακοστή του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κιζτώ, θυμώνω, μαυρώνω, ορκελεντώ, φουμίζω
2. Επιπλήττω, μαλώνω
Σίλ.
:
Ιλκ αβάλ νταρι̂́λτζησιν τση, κιάντα πόνησιν τση
(Στην αρχή την επέπληξε, μετά την λυπήθηκε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
αζαρλαντίζω, λαλώ, μιλέκνω