ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταριλντίζω (ρ.) νταρι̂λντίζω [darɯlˈdizo] Αραβαν. νταριλντίζου [darɯlˈdizu] Μισθ. νταρουλντίζου [darulˈdizu] Μισθ. νταριλντώ [darilˈdo] Σινασσ. ταριλτώ [tarilˈto] Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. νταριλντού [darɯlˈdu] Ουλαγ. Παρατατ. νταρι̂́λντιζα [daˈrɯldiza] Μισθ. Αόρ. νταρι̂́λτ'σα [daˈrɯltsa] Μισθ. νταρι̂́λσα [daˈrɯlsa] Μαλακ., Ουλαγ. νταρίλτζησα [daˈrildzisa] Σίλ. Υποτ. νταρι̂λντίσου [darɯlˈdisu] Μισθ. Προστ. Εν. νταρίλντα [daˈrɯlda] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. darılmak = α) παρεξηγούμαι β) προσβάλλομαι γ) μαλώνω.
1. Δυσαρεστούμαι, θυμώνω ό.π.τ. : Ντέν ντα είπα ντεΐ, νταρι̂́λτ'σ̑ι (Δεν του είπα (να έρθει) και θύμωσε) Μισθ. -Φατ. Έφεραν ντο λερό· ντε νταρι̂́λσε (Του έφεραν νερό (αντί για φαγητό)· δεν θύμωσε) Ουλαγ. -Dawk. Aν νταριλντήσ' ο γιό μ' και δεν κλώσ' ξανά να με διεί; (Αν θυμώσει ο γιός μου και δεν γυρίσει ξανά να με δει;) Σινασσ. -Λεύκωμα 'πώσκαν του είρι νταρι̂́λτζησι (Mόλις τον είδε θύμωσε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Ταρηλτά σο Τούρκο και τρώει το σαρακοστή τ' (Θυμώνει με τον Τούρκο και καταλύει την σαρακοστή του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κιζτώ, θυμώνω, μαυρώνω, ορκελεντώ, φουμίζω
2. Επιπλήττω, μαλώνω Σίλ. : Ιλκ αβάλ νταρι̂́λτζησιν τση, κιάντα πόνησιν τση (Στην αρχή την επέπληξε, μετά την λυπήθηκε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. αζαρλαντίζω, λαλώ, μιλέκνω