φουμίζω
(ρ.)
φουμίζω
[fuˈmizo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
φουμώ
[fuˈmo]
Σίλ.
φουμάω
[fuˈmao]
Φάρασ.
Αόρ.
φούμισα
[ˈfumisa]
Ποτάμ., Σίλ.
φούμ'σα
[ˈfumsa]
Δίλ., Μαλακ.
φούμτσα
[ˈfumtsa]
Φάρασ.
Παθ.
φουμούμι
[fuˈmumi]
Σίλ.
Μτχ.
φουμισμένος
[fumiˈzmenos]
Σεμέντρ., Σινασσ., Φερτάκ.
Από το ους. θυμός, όπου και τύπ. φουμός, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Δυσαρεστούμαι με κάποιον, κακιώνω, θυμώνω
ό.π.τ.
:
Και βασιλέας παρήνgειλε το κορίτσ̑ι τ', όταν φάν, το φαΐ να μη φάει, να φουμίσει
(Και ο βασιλιάς διέταξε την κόρη του, όταν φάνε, να μη φάει το φαγητό, να δυσαρεστηθεί)
Ποτάμ.
-Dawk.
'πώσκαν είριν ντου, φούμησι
(Mόλις τον είδε θύμωσε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ο Χριστός τζ̑ο έν' να φουμήσει
(Ο Χριστός δεν πρόκειται να θυμώσει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
'αγός φούμτσε στο ρουσ̑ί, του ρουσ̑ού ο κως τζ̑ό 'κ'σεν ντα
(Ο λαγός θύμωσε με το βουνό, του βουνού ο κώλος δεν το άκουσε˙ Περιφρονητικά για τον θυμό ασήμαντων ανθρώπων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Χρυσός γαμπρός εφούμισε απ’ τα πεθερικά του
(Ένας πλούσιος γαμπρός θύμωσε με τα πεθερικά του)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών.
κιζτώ, θυμώνω, μαυρώνω, νταριλντίζω, ορκελεντώ
β.
Η παθ. μτχ. φουμισμένος, μαλωμένος, τσακωμένος
Σινασσ.
2. Σιωπώ
Φάρασ.