ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουμίζω (ρ.) φουμίζω [fuˈmizo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. φουμώ [fuˈmo] Σίλ. φουμάω [fuˈmao] Φάρασ. Αόρ. φούμισα [ˈfumisa] Ποτάμ., Σίλ. φούμ'σα [ˈfumsa] Δίλ., Μαλακ. φούμτσα [ˈfumtsa] Φάρασ. Παθ. φουμούμι [fuˈmumi] Σίλ. Μτχ. φουμισμένος [fumiˈzmenos] Σεμέντρ., Σινασσ., Φερτάκ. Από το ους. θυμός, όπου και τύπ. φουμός, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Δυσαρεστούμαι με κάποιον, κακιώνω, θυμώνω ό.π.τ. : Και βασιλέας παρήνgειλε το κορίτσ̑ι τ', όταν φάν, το φαΐ να μη φάει, να φουμίσει (Και ο βασιλιάς διέταξε την κόρη του, όταν φάνε, να μη φάει το φαγητό, να δυσαρεστηθεί) Ποτάμ. -Dawk. 'πώσκαν είριν ντου, φούμησι (Mόλις τον είδε θύμωσε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Ο Χριστός τζ̑ο έν' να φουμήσει (Ο Χριστός δεν πρόκειται να θυμώσει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. 'αγός φούμτσε στο ρουσ̑ί, του ρουσ̑ού ο κως τζ̑ό 'κ'σεν ντα (Ο λαγός θύμωσε με το βουνό, του βουνού ο κώλος δεν το άκουσε˙ Περιφρονητικά για τον θυμό ασήμαντων ανθρώπων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Χρυσός γαμπρός εφούμισε απ’ τα πεθερικά του (Ένας πλούσιος γαμπρός θύμωσε με τα πεθερικά του) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. κιζτώ, θυμώνω, μαυρώνω, νταριλντίζω, ορκελεντώ
β. Η παθ. μτχ. φουμισμένος, μαλωμένος, τσακωμένος Σινασσ.
2. Σιωπώ Φάρασ.