φούρκα
(ουσ. θηλ.)
φούρκα
[ˈfurka]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. φοῦρκα, το οπ. από το λατ. furca.
Ο καβάλος του αντρικού εσώρουχου