φούρκα
(ουσ. θηλ.)
φούρκα
[ˈfurka]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. φοῦρκα, το οπ. από το λατιν. furca.
Ο καβάλος του αντρικού εσώρουχου
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025