φούρνος
(ουσ. αρσ.)
φούρνος
[ˈfurnos]
Αξ., Ποτάμ., Σατ., Φάρασ., Φλογ.
φούρνους
[ˈfurnus]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
Πληθ.
φούρνιγια
[ˈfurniʝa]
Μισθ.
φούρνοζγια
[ˈfurnozʝa]
Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. φοῦρνος, το οπ. από το λατιν. ουσ. furnus = φούρνος.
Φούρνος
ό.π.τ.
:
Ένα μαχαλά, ένα φούρνους
(Κάθε γειτονιά και φούρνος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Οπ' του φούρνου βγάλλου του ψωμί
(Βγάζω το ψωμί από τον φούρνο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σ̑'κώχαν, άναψαν το φούρνο
(Σηκώθηκαν, άναψαν τον φούρνο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πόσα τάπια ψωμί χέκις σου φούρνους;
(Πόσα καρβέλια ψωμιά έβαλες στον φούρνο;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γήψα ντου φούρνους να κολλήσου ντά ψωμιά
(Άναψα τον φούρνο να ψήσω τα ψωμιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου χέκιξαμ' ντου ζυμάρ' στου φούρνους
(Το φτιάχναμε το ζυμάρι στον φούρνο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ένι α Μαρκάλ'τσα, είσ̑εν το φούρνον απμένον τζ̑αι φρουκαλένκεν τα μο τα βυζία τ’ς!
(Ήταν μιά μάγισσα που είχε το φούρνο αναμμένο και τον σκούπιζε με τα βυζιά της! )
Σατ.
-Παπαδ.
Συνών.
κλιβάνι, φουρούνι