ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φούρνος (ουσ. αρσ.) φούρνος [ˈfurnos] Αξ., Ποτάμ., Σατ., Φάρασ., Φλογ. φούρνους [ˈfurnus] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Πληθ. φούρνιγια [ˈfurniʝa] Μισθ. φούρνοζγια [ˈfurnozʝa] Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. φοῦρνος, το οπ. από το λατιν. ουσ. furnus = φούρνος.
Φούρνος ό.π.τ. : Ένα μαχαλά, ένα φούρνους (Κάθε γειτονιά και φούρνος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Οπ' του φούρνου βγάλλου του ψωμί (Βγάζω το ψωμί από τον φούρνο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σ̑'κώχαν, άναψαν το φούρνο (Σηκώθηκαν, άναψαν τον φούρνο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πόσα τάπια ψωμί χέκις σου φούρνους; (Πόσα καρβέλια ψωμιά έβαλες στον φούρνο;) Μισθ. -Κοτσαν. Γήψα ντου φούρνους να κολλήσου ντά ψωμιά (Άναψα τον φούρνο να ψήσω τα ψωμιά) Μισθ. -Κοτσαν. Ντου χέκιξαμ' ντου ζυμάρ' στου φούρνους (Το φτιάχναμε το ζυμάρι στον φούρνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ένι α Μαρκάλ'τσα, είσ̑εν το φούρνον απμένον τζ̑αι φρουκαλένκεν τα μο τα βυζία τ’ς! (Ήταν μιά μάγισσα που είχε το φούρνο αναμμένο και τον σκούπιζε με τα βυζιά της! ) Σατ. -Παπαδ. Συνών. κλιβάνι, φουρούνι