ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλιβάνι (ουσ. ουδ.) κλιβάνι [kliˈvani] Αφσάρ., Φάρασ. κιλβάνι [cilˈvani] Φάρασ. κουλβάν' [kulˈvan] Σίλατ. Από το μεσν. ουσ. κλιβάνιον (μαρτυρείται με την σημ. ‘ταψί’ αλλά πβ. το κριβάνιον = φούρνος, υποκορ. του μεταγν. κλίβανος (αρχ. σημ. ‘σκεπαστό αγγείο από χώμα’). Η λ. και Πόντ.
Φούρνος ό.π.τ. : Ναν άψετε το κλιβάνι, να κονdήσετε ατιά τα μαχτσούμε 'πέσου να καγούνε (Να ανάψετε τον φούρνο, να ρίξετε αυτά τα μωρά μέσα να καούνε) Φάρασ. -Dawk. Η κόρη του μπύρτσε το κλιβάνι (Η κόρη του άναψε τον φούρνο) Φάρασ. -Dawk. Συνών. ταντούρι, φούρνος, φουρούνι