κλιβάνι
(ουσ. ουδ.)
κλιβάνι
[kliˈvani]
Αφσάρ., Φάρασ.
κιλβάνι
[cilˈvani]
Φάρασ.
κουλβάν'
[kulˈvan]
Σίλατ.
Από το μεσν. ουσ. κλιβάνιον (μαρτυρείται με την σημ. ‘ταψί’ αλλά πβ. το κριβάνιον = φούρνος, υποκορ. του μεταγν. κλίβανος (αρχ. σημ. ‘σκεπαστό αγγείο από χώμα’). Η λ. και Πόντ.