ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλήμα (ουσ. ουδ.) κλήμα [ˈklima] Ανακ., Αραβ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. κλῆμα = κληματόβεργα. Η σημ. 1 μεσν. Για την σημ. 2 βλ. ΙΛΝΕ λ. αμπελοκλάδι, όπου διάφορα είδη ασθενειών
1. Κλήμα, αναρριχητικό φυτό που παράγει τα σταφύλια ό.π.τ. : Κλήματα κόφτσεις (Κόβεις κλήματα, κλαδεύεις) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σο νευλή μας είναι μέγα κλήμα (Στην αυλή μας υπάρχει ένα μεγάλο κλήμα) Φλογ. -Dawk. Οι άντρε κοφτείνκαν τα σταφύλε ’σ’ τα κλήματα τζαι κουβαλείνκαμ’ τα σο καλύβι μο τα βερία (Οι άντρες έκοβαν τα σταφύλια από τα κλήματα, και τα κουβαλάγαμε στην καλύβα με τις κληματσίδες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Κλήμα ήτουνε και φύτρωσε όλων βουνιών κεφάλι (Κλήμα ήτανε και φύτρωσε σ' όλων των λόφων τις κορφές) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. αμπέλι, ασμάς
2. Κληματόβεργα Σίλατ. : Τα φσ̑άχα 'ύριζαν σο χωριό και σώροβαν κλήματα, "Άιτε να πάρωμ' κλήματα για το Σ̑ιφώτη" (Τα παιδιά γύριζαν στο χωριό και μάζευαν κληματόβεργες, "Άντε να πάρουμε κληματόβεργες για (να κάψουμε) το Σιφώτη") Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 Σα σπίτια μας τα καίισ̑καμ' τα κλήματα, δεν είχαμ' άλλα ξύλα, τα δεντρά και τα κλήματα (Στα σπίτια μας τις καίγαμε τις κληματόβεργες, δεν είχαμε άλλα καύσιμα ξύλα, τα κλαδιά και τις κληματόβεργες) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812
3. Φλεβίτιδα που προσέβαλλε τα μικρά παιδιά Δίλ., Μισθ., Φλογ. : Αν έχ’ το φσ̑άχ’ κλήμα, ασ’ σο εφτά τα κλήματα παίρεις χώμα· κοιμίζεις το φσ̑άχ’ σο χώμα (Αν έχει το παιδί φλεβίτιδα, παίρνεις χώμα απ’ τα εφτά κλήματα (του αμπελιού)· κοιμίζεις το παιδί στο χώμα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Απ' ετό πέρνανεν το κλήμα, το φσ̑άχ' λιάρωνεν (Με αυτό (το γιατρικό) πέρναγε η φλεβίτιδα, το παιδί γινόταν καλά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
β. Βρεφικός ίκτερος Φάρασ.