ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλεψιμιό (ουσ. ουδ.) κλεψιμιό [klepsiˈmɲo] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ. κλεψ̑ιμιό [klepʃiˈmɲo] Αραβαν. κλεψιμό [klepsiˈmo] Φάρασ. Από το νεότ. κλεψιμιόν (στην σημ. 2) από το μεσν. κλεψιμίον με συνίζ. Για την σημ. 1 πβ. τη νεότ. σημ. ‘αυτό που γίνεται στα κρυφά, πράξη επιλήψιμη‘’. Το κλεψιμίον είναι ουσιαστικοπ. ουδ. του επίθ. κλεψιμίος ‘που προέρχεται από κλεψιά’ από το μεταγν. επίθ. κλεψιμαῖος.
1. Κλοπιμαίο Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ.
2. Κλοπή, κλεψιά Ανακ., Αξ., Φάρασ., Φλογ. : || Φρ. 'α υπάμ' σο κλεψιμό, 'α βγκει ο φένgος το βραδύ (Θα πάμε για κλεψιά, θα βγει το φεγγάρι το βράδυ˙ λεγόταν ειρωνικά στους φοβιτσιάρηδες, επειδή οι πραγματικοί κλέφτες δεν χρειάζονται το φεγγάρι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κάπτημα, κλέψιμο, σοϊτιέσιμα, χιρσιζλίκι