κλάντζαρος
(ουσ. αρσ.)
κλαντιάρος
[klanˈdʝaros]
Σινασσ.
κλανgιάρους
[klaŋˈɟarus]
Μαλακ.
κλανγκάρ'
[klaŋˈgar]
Δίλ.
κλάντζαρους
[ˈklandzarus]
Μισθ.
κλάντσ̑αρους
[ˈklantʃarus]
Μισθ.
Πιθ. από το αρχ. ουσ. κάνθαρος (για την τροπή πβ. ακανθόχοιρος > σκαντζόχοιρος).
Eίδος σκαθαριού που απαντά κυρίως το καλοκαίρι στην ύπαιθρο
ό.π.τ.
:
Μαζευιένdι πολλά κλάντζαροι
(Μαζεύονται πολλά σκαθάρια)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Κλάντζαρους έ', δέ 'ν' καλό
(Σκαθάρι είναι, δεν είναι καλό (φρ. που την έλεγαν στα μικρά παιδιά για να μην τρώνε τις ελιές, που στο Μιστί ήταν σπάνιες και ακριβές))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.