κιτσιά
(ουσ. θηλ.)
qι̂τσ̑ιά
[qɯˈtʃa]
Μαλακ.
Από το ουσ. κίτσι και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Τροποποιήθηκε: 15/06/2025