κιτάπι
(ουσ. ουδ.)
κιτάπι
[ciˈtapi]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
κ͑ιτ͑άbι
[kʰiˈtʰabi]
Σίλ.
κ͑ιτάπ'
[kʰiˈtap]
Αραβαν., Μισθ., Τελμ.
Νεότ. ουσ. κιτάπι, το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. kitap = βιβλίο.
1. Βιβλίο
ό.π.τ.
:
Ήνοιξε τα χαρτσ̑ά τ' και τα κιτάπια τ’
(Άνοιξε τα χαρτιά του και τα βιβλία του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κειάτ' μου ρώκις τ' κιτάπι ψάλλου τα χέλι μέρα
(Το βιβλίο που μου έδωσες το διαβάζω κάθε μέρα)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Συνών.
χαρτίο
2. Συμβόλαιο, αποδεικτικό έγγραφο
Μισθ.
:
Έχου ντου σπίτ’ μι κιτάπια
(Κατέχω το σπίτι με συμβόλαιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έεις κιτάπια; Φέρ' τα κιτάπια σ' αΐμ
(Έχεις έγγραφα; φέρε τα χαρτιά σου να δούμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Διαταγή
Μισθ.
:
Πήρα ντου κιτάπι σ'
(Έλαβα την διαταγή σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
εμίρι, όρισμα, φερμάνι :1, Πβ.
χαμπάρι