ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιτάπι (ουσ. ουδ.) κιτάπι [ciˈtapi] Μισθ., Σίλ., Σινασσ. κ͑ιτ͑άbι [kʰiˈtʰabi] Σίλ. κ͑ιτάπ' [kʰiˈtap] Αραβαν., Μισθ., Τελμ. Νεότ. ουσ. κιτάπι, το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. kitap = βιβλίο.
1. Βιβλίο ό.π.τ. : Ήνοιξε τα χαρτσ̑ά τ' και τα κιτάπια τ’ (Άνοιξε τα χαρτιά του και τα βιβλία του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κειάτ' μου ρώκις τ' κιτάπι ψάλλου τα χέλι μέρα (Το βιβλίο που μου έδωσες το διαβάζω κάθε μέρα) Σίλ. -ΔΕΟ Συνών. χαρτίο
2. Συμβόλαιο, αποδεικτικό έγγραφο Μισθ. : Έχου ντου σπίτ’ μι κιτάπια (Κατέχω το σπίτι με συμβόλαιο) Μισθ. -Κοτσαν. Έεις κιτάπια; Φέρ' τα κιτάπια σ' αΐμ (Έχεις έγγραφα; φέρε τα χαρτιά σου να δούμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Διαταγή Μισθ. : Πήρα ντου κιτάπι σ' (Έλαβα την διαταγή σου) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. εμίρι, όρισμα, φερμάνι :1, Πβ. χαμπάρι