ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κισλά (ουσ.) κισ̑λά [ciʃˈla] Φλογ. κ͑ισ̑λά [kʰiʃˈla] Σίλ. γι̂σ̑λά [ɣɯʃˈla] Αξ. γεσλά [ɣesˈla] Αξ. Από το νεότ. ουσ. κισλά (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 19 Pr. 26 «περὶ τοῦ κισλᾶ τῶν στρατευμάτων»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kışla = στρατώνας.
Στρατώνας ό.π.τ. : Ἔκατσαμι πέντ' έξι μέρες σκολειό μέσα, μας πήγανι κ͑ισ̑λά μέσα (Κάτσαμε πέντε έξι μέρες στο σχολείο, μετά μας πήγανε στον στρατώνα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα ντύο τ'νε φύλεκναν νο̈μπέτ ζ' βασιλιού σ' ένα γι̂σ̑λά (Οι δυό τους φύλαγαν σκοπιά σε ένα στρατώνα του βασιλιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Γεσλαγιού ρένκια (Τα χαλάσματα του στρατώνα˙ Η φρ. ως τοπων.) Αξ.