κισκά
(ουσ. ουδ.)
κισκά
[ciˈska]
Ανακ.
qι̂σκά
[qɯˈska]
Μαλακ.
Πληθ.
γι̂σχάρια
[ɣɯˈsxarʝa]
Αραβαν.
χουσχάρια
[xuˈsxarʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kıska = μικρό κρεμμύδι, βολβός κρεμμυδιού (Tietze 2016, λ. kıska).
Μικρό κρεμμύδι, βολβός κρεμμυδιού που χρησιμοποιείται για φύτευση
ό.π.τ.