κιρλίκι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ιρλίκ'
[kʰirˈlik]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kirlik = α) είδος γυναικείου φορέματος β) είδος πανωφοριού (THADS, λ. kirlik I).
Ελαφρύς εξωτερικός κοντός επενδύτης, που φοριόταν πάνω από το φόρεμα, με ή χωρίς μανίκια