κιρκαγιάχος
(ουσ. αρσ.)
κ͑ιρκαγιάχος
[kʰirkaˈʝaxos]
Ανακ.
qι̂ρχαγιάχους
[qɯrxaˈʝaxus]
Μαλακ.
κι̂ρκαγιακλού
[kɯrkaʝaˈklu]
Δίλ.
qιρqαγιακλούς
[qιrkayaˈklus]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. kırkayak = σαρανταποδαρούσα (< kırk = σαράντα + ayak = πόδι). Ο τύπ. κιργκαγιακλού από το τουρκ. επίθ. kırkayaklı = αυτός που έχει σαράντα πόδια, με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -li > -λής.