ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιρκαγιάχος (ουσ. αρσ.) κ͑ιρκαγιάχος [kʰirkaˈʝaxos] Ανακ. qι̂ρχαγιάχους [qɯrxaˈʝaxus] Μαλακ. κι̂ρκαγιακλού [kɯrkaʝaˈklu] Δίλ. qιρqαγιακλούς [qιrkayaˈklus] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. kırkayak = σαρανταποδαρούσα (< kırk = σαράντα + ayak = πόδι). Ο τύπ. κιργκαγιακλού από το τουρκ. επίθ. kırkayaklı = αυτός που έχει σαράντα πόδια, με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -li > -λής.
Σαρανταποδαρούσα ό.π.τ. Συνών. πολυπόδι :1, σαρανταπούλα, ψαλίδα :2, ψαλιδίστρα :2