κιρί
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
κιρίδια
[ciˈriðʝa]
Φλογ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kıra = τραχιά, σκληρή πέτρα (THADS, λ. kira III) και το παραγωγ. επίθ. -ί.
Μικρό χαλίκι
Πβ.
κουτσούδι :1