ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουτσούδι (ουσ. ουδ.) κουτσούδι [kuˈtsuði] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. κουτσούδ' [kuˈtsuð] Φλογ. κουτσούγ̑' [kuˈtsuʝ] Αξ., Σίλατ., Τροχ. κουτσούι [kuˈtsui] Μισθ. κουτσούρ' [kuˈtsur] Αραβαν. Πληθ. κουτσ̑ούια [kuˈtʃuia] Μισθ. κουτσούδια [kuˈtsuðʝa] Μαλακ., Φλογ. Από το ουσ. κοκκί, όπου και τύπ. κουτσ̑ί, και το υποκορ. επίθμ. -ούδι.
1. Μικρό πετραδάκι, χαλίκι ό.π.τ. : Ετό σο ετέκι τ’ τα είχεν τα κουτσούδια κονών’ τα σο θύρα ομbρό (Αυτή, τις μικρές πέτρες που είχε στην ποδιά της τις αδειάζει μπροστά στην πόρτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πιάνισ̑καμ’ κουτσούι (Πιάναμε μιά μικρή πέτρα (ενν. για λάχνισμα)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Κόκκος άμμου Φλογ.
2. Παιδικό παιχνίδι όπου ζητείται να μαντέψουν σε ποιά από τις δύο χούφτες είναι κρυμμένο ένα πετραδάκι Αξ., Σίλατ.
3. Μτφ., μικρό τεμάχιο Μαλακ.