κουτσούδι
(ουσ. ουδ.)
κουτσούδι
[kuˈtsuði]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
κουτσούδ'
[kuˈtsuð]
Φλογ.
κουτσούγ̑'
[kuˈtsuʝ]
Αξ., Σίλατ., Τροχ.
κουτσούι
[kuˈtsui]
Μισθ.
κουτσούρ'
[kuˈtsur]
Αραβαν.
Πληθ.
κουτσ̑ούια
[kuˈtʃuia]
Μισθ.
κουτσούδια
[kuˈtsuðʝa]
Μαλακ., Φλογ.
Από το ουσ. κοκκί, όπου και τύπ. κουτσ̑ί, και το υποκορ. επίθμ. -ούδι.
1. Μικρό πετραδάκι, χαλίκι
ό.π.τ.
:
Ετό σο ετέκι τ’ τα είχεν τα κουτσούδια κονών’ τα σο θύρα ομbρό
(Αυτή, τις μικρές πέτρες που είχε στην ποδιά της τις αδειάζει μπροστά στην πόρτα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πιάνισ̑καμ’ κουτσούι
(Πιάναμε μιά μικρή πέτρα (ενν. για λάχνισμα))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Κόκκος άμμου
Φλογ.
2. Παιδικό παιχνίδι όπου ζητείται να μαντέψουν σε ποιά από τις δύο χούφτες είναι κρυμμένο ένα πετραδάκι
Αξ., Σίλατ.
3. Μτφ., μικρό τεμάχιο
Μαλακ.