κουτουλός
(επίθ.)
κ͑ουτουλό
[kʰutuˈlo]
Αξ., Αραβαν.
κ͑ούτουλος
[ˈkʰutulos]
Αξ.
κουτούλης
[kuˈtulis]
Σινασσ.
Θηλ.
κουτούλα
[kuˈtula]
Αραβαν., Γούρδ.
Ουδ.
κουτούλικο
[kuˈtuliko]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. κούτουλος, όπου και τύπ. κουτουλός = με σκυμμένο κεφάλι, φαλακρός, κομμένος (LBG), απώτερα σχετιζόμενο με το ουσ. κούτρα (πβ. νεότ. κουτρούλης, Λεξ. Δουκ.) ή κούτελο. Ο τύπ. κουτούλης με μεταπλ., από όπου και οι τύπ. θηλ. και ουδ. Ο τύπ. κουτούλης και Πόντ.
1. Αυτός που δεν έχει κέρατα ή τρίχες στο κεφάλι του
Σινασσ., Φάρασ.
:
Μέγο όνομα τσ̑αι κουτούλικο ίδι
(Μεγάλο όνομα και ακέρατο γίδι· όταν κάποιος αποδεικνύεται ανάξιος της φήμης του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Φρ.
Σκοτιός κ͑ούτουλος
(Σκοτάδι που σε κάνει να κουτουλάς˙ πυκνό σκοτάδι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Δολιχοκέφαλος
Αξ., Αραβαν.
:
Το κιφάλι τ' κουτουλό είναι
(Το κεφάλι του είναι μακρουλό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
μακρετός
3. Ως ουσ., ακάλυπτο κεφάλι
Αξ.
4. Κούτελο
Γούρδ.
5. Κατ' επέκτ., κορυφή
Αραβαν.
:
Κιφαλιού το κουτούλα
(Η κορυφή του κεφαλιού)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Βουνιού το κουτούλα
(Η κορυφή του βουνού)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
καφάς, κορυφή