ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουτουλός (επίθ.) κ͑ουτουλό [kʰutuˈlo] Αξ., Αραβαν. κ͑ούτουλος [ˈkʰutulos] Αξ. κουτούλης [kuˈtulis] Σινασσ. Θηλ. κουτούλα [kuˈtula] Αραβαν., Γούρδ. Ουδ. κουτούλικο [kuˈtuliko] Φάρασ. Από το μεσν. επίθ. κούτουλος, όπου και τύπ. κουτουλός = με σκυμμένο κεφάλι, φαλακρός, κομμένος (LBG), απώτερα σχετιζόμενο με το ουσ. κούτρα (πβ. νεότ. κουτρούλης, Λεξ. Δουκ.) ή κούτελο. Ο τύπ. κουτούλης με μεταπλ., από όπου και οι τύπ. θηλ. και ουδ. Ο τύπ. κουτούλης και Πόντ.
1. Αυτός που δεν έχει κέρατα ή τρίχες στο κεφάλι του Σινασσ., Φάρασ. : Μέγο όνομα τσ̑αι κουτούλικο ίδι (Μεγάλο όνομα και ακέρατο γίδι· όταν κάποιος αποδεικνύεται ανάξιος της φήμης του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Φρ. Σκοτιός κ͑ούτουλος (Σκοτάδι που σε κάνει να κουτουλάς˙ πυκνό σκοτάδι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Δολιχοκέφαλος Αξ., Αραβαν. : Το κιφάλι τ' κουτουλό είναι (Το κεφάλι του είναι μακρουλό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. μακρετός
3. Ως ουσ., ακάλυπτο κεφάλι Αξ.
4. Κούτελο Γούρδ.
5. Κατ' επέκτ., κορυφή Αραβαν. : Κιφαλιού το κουτούλα (Η κορυφή του κεφαλιού) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Βουνιού το κουτούλα (Η κορυφή του βουνού) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. καφάς, κορυφή