κουτρίνω
(ρ.)
κουτρίνω
[kutˈrino]
Σινασσ.
Από το νεότ. ρ. κουτρίζω και κουτρῶ = κουτουλώ (Λεξ. Σομ.) με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω > -ίνω. Πβ. το κοινό σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. σκουντρώ.
Τσουγγρίζω τα αβγά του Πάσχα