κούτσα
(ουσ. θηλ.)
κούτσα
[ˈkutsa]
Ανακ., Γούρδ., Σίλ., Τροχ., Φλογ.
κούτσ̑α
[ˈkutʃa]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ.
Νεότ. ουσ. κούτσα (Λεξ. Σομ.). Κατά το Λεξ. Κριαρ. Επιτ., από το επιθ. κουτσός υποχωρητ., με την αρχική σημ. ‘κούκλα νήματος’. Βλ. Meyer (1894: 83), Μηνάς (1970).
1. Κούκλα
ό.π.τ.
:
Τσ̑ην κόρη μου πήρα μιαν κούτσα
(Στην κόρη μου πήρα μιά κούκλα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
νύφη :4
2. Ειδικότ., ανθρωπόσχημη φιγούρα από ζύμη που κολλούν πάνω στην κουλούρα
Ανακ.