κουτρούφι
(ουσ. ουδ.)
κουτρούφι
[kuˈtrufi]
Ανακ., Φερτάκ.
κουτρούφ'
[kuˈtruf]
Ανακ.
Από το μεσν. ουσ. κουτρούβιον (Κωστάκης 1964: 67). Για την λ. βλ. Κριαρ. Επιτ.
Χύτρα, πήλινο αγγείο για μαγείρεμα
ό.π.τ.