κουτί (I)
(ουσ. ουδ.)
γκουτί
[guˈti]
Ουλαγ.
γουτί
[ɣuˈti]
Αραβαν., Σινασσ., Τσουχούρ.
χουτί
[xuˈti]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
χουτ-τί
[xutˈti]
Αξ.
κουτσ̑ί
[kuˈtʃi]
Σίλ.
χουτσ̑ί
[xu'tʃi]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. κουτί < αρχ. κυτίον. Πβ. και τουρκ. kutu = κουτί, δάνειο από την ελλ., όπου και τύπ. kutı, kuti. Βλ. επίσης και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hutu = αποθήκη σιτηρών.
1. Κουτί
ό.π.τ.
:
Ντεν είχαν τσι παράϊα, γίνιξαν ένα χουτί γέλλ'μα
(Δεν είχαν λεφτά, έδιναν ένα κουτί σιτάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έχ' ένα χουτσ̑ί, σε σέκω τα κουλούρια μου
(Έχω ένα κουτί, θα βάλω τα κουλούρια μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ογώ να γαπαΐσου του χουτί
(Εγώ θα κλείσω το κουτί με το καπάκι)
Μισθ.
-Φατ.
Κουτί πολίτικα λένε το γουτί, το γουτί
(Κουτί πολίτικα λένε το κουτί)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Πήγι σ’ ένα ντϋλκιάρη, γιαπτι̂́ρτζισι οπ’ ξύλου ένα χουτσ̑ί
(Πήγε σ’ ένα μαραγκό, τον έβαλε να φτιάξει ένα ξύλινο κουτί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Ασμ.
Ζαφείρα, φέρ' με το γουτί που γιόμει το σακάρι
Nα το ταγίσω το πουλί που μ' έφερε χαπάρι (Ζαφείρα, φέρε μου το κουτί που είναι γεμάτο ζάχαρη
Nα ταΐσω το πουλί που μου έφερε ειδήσεις) Σινασσ. -Λεύκωμα
Nα το ταγίσω το πουλί που μ' έφερε χαπάρι (Ζαφείρα, φέρε μου το κουτί που είναι γεμάτο ζάχαρη
Nα ταΐσω το πουλί που μου έφερε ειδήσεις) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Ειδικότ., το κουτί των μικροπωλητών με ψιλικά
Αξ.
3. Μονάδα βάρους ισοδύναμο με 600 δράμια
Μισθ.