κούτζι
(ουσ. ουδ.)
κούτζ̑ι
[ˈkudʒi]
Φάρασ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. güç (< παλ. τουρκ. küç) = δύναμη.
Δύναμη
ό.π.τ.
:
Κούτζ̑ι μ' δε σ̑υφτάν'
(Δεν επαρκούν οι δυνάμεις μου, είναι ανώτερο των δυνάμεών μου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Το κούτζ̑ιν ντου σο γαϊρίδι τζ̑ο φτάνει, κουπανίζει το σαμάρι
(Η δύναμή του δεν φτάνει στο γαϊδούρι, κοπανάει το σαμάρι˙ για εκείνους που μη μπορώντας να τα βάλουν με τους δυνατούς ξεσπούν στους αδύναμους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.