κουσκούρια
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
κουσ̑κούρια
[kuˈʃkurʝa]
Αξ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hüşgü = α) κοπριά β) σκουπιδότοπος (THADS, λ. hüşgü I) και το παραγωγ. επίθμ. -ούρι. Λιγότερο πιθανή η πρόταση του Καραποτόσογλου (1982: 217-218) για το ποντ. ουσ. κουσ̑κούρι από ουσ. κούσ̑τιν =βώλος (< αρμεν. goshd = βώλος) και το τουρκ. ουσ. kor = αναμμένα κάρβουνα.
Ξεραμένη κοπριά ως καύσιμη ύλη.