κουρτιμίτσα
(ουσ. θηλ.)
κουρτιμίτσα
[kurtiʹmitsa]
Αξ.
Από το ουσ. κουρτίμι και το παραγωγ. επίθμ. σχηματιστικό φυτών -ίτσα, ή και απευθείας από το μεταγν. καρδαμίς = κάρδαμο.
Τροποποιήθηκε: 23/07/2025