κουρτώ
(ρ.)
κουρτώ
[kurˈto]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ.
κουρτού
[kurˈtu]
Ουλαγ.
κουρτάου
[kurˈtau]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ. yutmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. uğurtmak = α) καταπίνω, χάφτω β) καταβροχθἰζω γ) ρουφώ δ) ξεγελιέμαι (Καραποτόσογλου 2003: 203, για τον διαλεκτ. τύπ. βλ. Karakurt 2017: 265). Κατά τον Σετάτο (1995: 28) ακολουθούμενο από τους Συμεωνίδη & Τομπαΐδη (2002, λ. κουρτώ) από το περσ. γurt/ qurt = γουλιά. Kατά τον Α. Παπαδόπουλο (1958-1961, λ. κουρτώ), από το ουσ. κούρτα, ηχομιμητ. λ. από τον ήχο της καταπόσεως κουρτ = γκουλπ. Κατά τον Dawkins (1921: 49) από το λατιν. ουσ. gula = γούλα, λαιμός.
1. Καταπίνω
ό.π.τ.
:
Κούρτα ντου άλλου! Τι ντου γκιαμουρντίζεις;
(Κατάπινε πια! Τι το μασάς;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κούρτ'σεν ντο, πήε
(Το κατάπιε, πάει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Όλα τα καργιές του κότας τα φσ̑άχα κούρτανάν τα
(Όλες τις καρδιές κότας τις κατάπιναν τα παιδιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
'πουτ' τρώιξα κούρ'σα τσι ντου γούτσ'
(Καθώς έτρωγα κατάπια και το κουκούτσι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ως κουρτώ, πονεί
(Όταν καταπίνω πονάει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Μαστιχέεις, μαστιχέεις, ντάκεις, ντάκεις, ούτι, ντε μπορείς να 'ου κουρτίεις
(Μασάς, μασάς, δαγκώνεις, δαγκώνεις, ούτε, δεν μπορείς να το καταπιείς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντου ντάβ' κουρτά δου απ' του στόμα, βγάλλ' δου απ' του γκώλου τ'
(Ο δράκος τον καταπίνει από το στόμα, τον βγάζει από τον κώλο του)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Φρ.
Κούρτα το κι ας πάει κάτω
(Κατάπιε το κι ας πάει κάτω˙ προτροπή εγκαρτέρησης ή αυτοσυγκράτησης)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κούρτα την αχλαβού, 'ς πά' κάτου
(Κατάπιε τον πλάστη, να πάει κάτω˙ προτροπή εγκαρτέρησης ή αυτοσυγκράτησης)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Μτφ., ανέχομαι
Αραβαν., Μισθ.
:
Τι τραβώ, τι κουρτώ, καργιά μ' ντου ξέρ'
(Tι τραβάω, τι ανέχομαι, η καρδιά μου το ξέρει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
νταγιαντίζω :1, τραβώ :6, υπομένω