ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γδύνω (ρ.) γντύνω [ˈɣdino] Σίλατ. γρύνου [ˈɣrinu] Σίλ. γδύζω [ˈɣðizo] Σίλατ. γντύζω [ˈɣdizo] Αξ., Σίλατ., Φάρασ. γντύζου [ˈɣdizu] Μισθ. γκντύζω [ˈgdizο] Φερτάκ. γιδύζω [ʝiˈðizo] Αραβαν. γι̂ντύζω [ɣɯˈdizο] Αξ. γιτύζω [ʝiˈtizo] Σινασσ. qι̂τύζω [qɯˈtizo] Φλογ. Αόρ. γίδ'σα [ˈʝiðsa] Αραβαν. έγρυσα [ˈeɣrisa] Σίλ. Υποτ. γντύσω [ˈɣdiso] Μισθ. γρύσω [ˈɣriso] Σίλ. Παθ. γντύνουμου [ˈɣdinumu] Αξ., Σίλ., Φάρασ. γντύν-νουμου [ˈɣdinnumu] Σίλ. γντύζομαι [ˈɣdizοme] Αξ., Σίλατ. γκντύζομαι [ˈgdizοme] Φερτάκ. γντύζουμαι [ˈɣdizume] Φερτάκ. γντυζιέμι [ɣdiˈzʝemi] Μισθ. γι̂ντύζομαι [ɣɯˈdizοme] Αξ. γκι̂ντύζομαι [gɯˈdizοme] Ουλαγ., Σεμέντρ. γιτύζομαι [ʝiˈtizome] Σινασσ. γιντύζουμαι [ʝiˈdizume] Αραβαν., Γούρδ. γι̂ντΰζουμαι [ɣɯˈdyzume] Γούρδ. γρύνουμου [ˈɣrinumu] Σίλ. γρύν-νουμου [ˈɣrinnumu] Σίλ. Αόρ. γντύσ̑τα [ˈɣdiʃta] Αξ., Σίλατ. γκντύστα [ˈgdista] Φερτάκ. γκι̂ντύστα [gɯˈdista] Ουλαγ. εγι̂ντΰσ̑τα [eɣɯˈdyʃta] Γούρδ. γρύστσ̑ηκα [ˈɣristʃika] Σίλ. γρύσ'κα [ˈɣriska] Σίλ. Υποτ. γκι̂ντυστού [gɯdiˈstu] Ουλαγ. Προστ. γρύστα [ˈɣrista] Σίλ. γρυστάτιν [ɣriˈstatin] Σίλ. Μτχ. γρυσμένους [ɣriˈzmenus] Σίλ. Από το μεσν. ρ. γδύνω < ἐκδύνω < ἀρχ. ἐκδύω, με αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. ([kd > gd > ɣð > ɣd]) και μεταπλ. σε -νω. Οι τύπ. με αρκτ. γι- με επένθ. φων. για αρθρωτική διευκόλυνση μέσω διάσπασης του συμπλ. Οι τύπ. με γρ- λόγω ομαλής τροπής [ð] > [r] στο ιδ. Σίλλης. Οι τύπ. σε -ζω αναλογ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
1. Γδύνω, ξεντύνω και μεσοπαθ. γδύνομαι ό.π.τ. : Αν έρτ' 'ς του σπίτ' ντου βρα'ύ, να του γντύσεις (Αν έρθει στο σπίτι το βράδυ, να τον γδύσεις) Μισθ. -ΙΛΝΕ Γντυζιέμι τσι πέφτου σου κρεβάτ' (Ξεντύνομαι και πέφτω στο κρεβάτι) Μισθ. -Κοτσαν. Έγρυσαν ντου (Του πήραν τα ρούχα του, τον έγδυσαν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σε υπά’ σε γρυσεί (Θα πάει να γδυθεί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τούτου του χοσ̑ά άρτουπου λαεί ότσ̑ι «Ντερά γρύστα κι, να πέσουμι»· ως γρύν-νιτι, ντών-νει τσ̑η χρώστα απέσου (Λέει σ' αυτόν τον όμορφο άντρα «Τώρα ξεντύσου, να πλαγιάσουμε»· ενώ αυτός ξεντυνόταν, τον ρίχνει μέσα στον λάκκο) Σίλ. -Dawk. Δετσού που λές γντυζιέδι, ταυρά τσ' ένα λούσιμου, κανείς δε ντου ρανά (Εκεί που λες γδύνεται, τραβά κι ένα πλύσιμο, κανείς δεν την βλέπει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. τσιπλακιάζω
2. Κλέβω, ληστεύω Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φλογ. : Γίδ'σαν το κλέφτες (Τον λήστεψαν οι κλέφτες) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 'ς στράτα κλέφτ' qι̂́τ'σαν με (Στο δρόμο με έγδυσαν κλέφτες) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κλέβω, κρύβω, τσαρπτώ :5