γδύνω
(ρ.)
γντύνω
[ˈɣdino]
Σίλατ.
γρύνου
[ˈɣrinu]
Σίλ.
γδύζω
[ˈɣðizo]
Σίλατ.
γντύζω
[ˈɣdizo]
Αξ., Σίλατ., Φάρασ.
γντύζου
[ˈɣdizu]
Μισθ.
γκντύζω
[ˈgdizο]
Φερτάκ.
γιδύζω
[ʝiˈðizo]
Αραβαν.
γι̂ντύζω
[ɣɯˈdizο]
Αξ.
γιτύζω
[ʝiˈtizo]
Σινασσ.
qι̂τύζω
[qɯˈtizo]
Φλογ.
Αόρ.
γίδ'σα
[ˈʝiðsa]
Αραβαν.
έγρυσα
[ˈeɣrisa]
Σίλ.
Υποτ.
γντύσω
[ˈɣdiso]
Μισθ.
γρύσω
[ˈɣriso]
Σίλ.
Παθ.
γντύνουμου
[ˈɣdinumu]
Αξ., Σίλ., Φάρασ.
γντύν-νουμου
[ˈɣdinnumu]
Σίλ.
γντύζομαι
[ˈɣdizοme]
Αξ., Σίλατ.
γκντύζομαι
[ˈgdizοme]
Φερτάκ.
γντύζουμαι
[ˈɣdizume]
Φερτάκ.
γντυζιέμι
[ɣdiˈzʝemi]
Μισθ.
γι̂ντύζομαι
[ɣɯˈdizοme]
Αξ.
γκι̂ντύζομαι
[gɯˈdizοme]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
γιτύζομαι
[ʝiˈtizome]
Σινασσ.
γιντύζουμαι
[ʝiˈdizume]
Αραβαν., Γούρδ.
γι̂ντΰζουμαι
[ɣɯˈdyzume]
Γούρδ.
γρύνουμου
[ˈɣrinumu]
Σίλ.
γρύν-νουμου
[ˈɣrinnumu]
Σίλ.
Αόρ.
γντύσ̑τα
[ˈɣdiʃta]
Αξ., Σίλατ.
γκντύστα
[ˈgdista]
Φερτάκ.
γκι̂ντύστα
[gɯˈdista]
Ουλαγ.
εγι̂ντΰσ̑τα
[eɣɯˈdyʃta]
Γούρδ.
γρύστσ̑ηκα
[ˈɣristʃika]
Σίλ.
γρύσ'κα
[ˈɣriska]
Σίλ.
Υποτ.
γκι̂ντυστού
[gɯdiˈstu]
Ουλαγ.
Προστ.
γρύστα
[ˈɣrista]
Σίλ.
γρυστάτιν
[ɣriˈstatin]
Σίλ.
Μτχ.
γρυσμένους
[ɣriˈzmenus]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. γδύνω < ἐκδύνω < ἀρχ. ἐκδύω, με αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. ([kd > gd > ɣð > ɣd]) και μεταπλ. σε -νω. Οι τύπ. με αρκτ. γι- με επένθ. φων. για αρθρωτική διευκόλυνση μέσω διάσπασης του συμπλ. Οι τύπ. με γρ- λόγω ομαλής τροπής [ð] > [r] στο ιδ. Σίλλης. Οι τύπ. σε -ζω αναλογ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
1. Γδύνω, ξεντύνω και μεσοπαθ. γδύνομαι
ό.π.τ.
:
Αν έρτ' 'ς του σπίτ' ντου βρα'ύ, να του γντύσεις
(Αν έρθει στο σπίτι το βράδυ, να τον γδύσεις)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ
Γντυζιέμι τσι πέφτου σου κρεβάτ'
(Ξεντύνομαι και πέφτω στο κρεβάτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έγρυσαν ντου
(Του πήραν τα ρούχα του, τον έγδυσαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σε υπά’ σε γρυσεί
(Θα πάει να γδυθεί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τούτου του χοσ̑ά άρτουπου λαεί ότσ̑ι «Ντερά γρύστα κι, να πέσουμι»· ως γρύν-νιτι, ντών-νει τσ̑η χρώστα απέσου
(Λέει σ' αυτόν τον όμορφο άντρα «Τώρα ξεντύσου, να πλαγιάσουμε»· ενώ αυτός ξεντυνόταν, τον ρίχνει μέσα στον λάκκο)
Σίλ.
-Dawk.
Δετσού που λές γντυζιέδι, ταυρά τσ' ένα λούσιμου, κανείς δε ντου ρανά
(Εκεί που λες γδύνεται, τραβά κι ένα πλύσιμο, κανείς δεν την βλέπει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
τσιπλακιάζω
2. Κλέβω, ληστεύω
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φλογ.
:
Γίδ'σαν το κλέφτες
(Τον λήστεψαν οι κλέφτες)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
'ς στράτα κλέφτ' qι̂́τ'σαν με
(Στο δρόμο με έγδυσαν κλέφτες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κλέβω, κρύβω, τσαρπτώ :5