γεϊτζής
(επίθ.)
γεϊτζής
[ˈʝeiˈdzis]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. yiyici = α) λαίμαργος β) δωροδοκούμενος, όπου και διαλεκτ. τύπ. yeyici.
Φαγανός, καλοφαγάς.
Συνών.
φαγισερός