γελασιματόκκο
(ουσ. ουδ.)
γι-ασιματόκ-κο
[ʝiasimaʹtokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. γελάσιμο, όπου και τύπ. γι-άσιμα, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Παιδικό παιχνίδι
Τροποποιήθηκε: 11/08/2025