ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γελέκι (ουσ. ουδ.) γελέκι [ʝeˈleci] Φκόσ. γελέκ' [ʝeˈlek] Αραβ. γελέτσ' [ʝeˈlets] Μισθ. 'ελέκι [eˈleci] Φκόσ. 'ιλέκ [iˈlek] Σινασσ., Τζαλ. γα̈λα̈́κι [ʝæˈlæci] Φάρασ. γιλέτσ' [ʝiˈlets] Μισθ. γιλιάτσ̑' [ʝiˈʎatʃ] Μισθ. γελέκο [ʝeˈleko] Ανακ. Από το νεότ. ουσ. γελέκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. yelek, όπου και διαλεκτ. τύπ. yilek.
Γιλέκο ό.π.τ. : Φόρου ντου γιλιάτσ̑ι σ' μη παγώεις (Φόρεσε το γιλέκο σου να μην κρυώσεις) Μισθ. -Κοτσαν. 'σ’ το ιμάτι πάνου φορένκαμ’ γελέκι· 'σ’ ’ελέκι πάνου το καβάδι (Πάνω από το εσωτερικό πουκάμισο φορούσαμε γιλέκο· πάνω από το γιλέκο το καβάδι) -ΚΜΣ-ΚΠ370 Πβ. ισλίκι :1, κορσάζο, μπαμπουκλού, φέρμενε