γελέκι
(ουσ. ουδ.)
γελέκι
[ʝeˈleci]
Φκόσ.
γελέκ'
[ʝeˈlek]
Αραβ.
γελέτσ'
[ʝeˈlets]
Μισθ.
'ελέκι
[eˈleci]
Φκόσ.
'ιλέκ
[iˈlek]
Σινασσ., Τζαλ.
γα̈λα̈́κι
[ʝæˈlæci]
Φάρασ.
γιλέτσ'
[ʝiˈlets]
Μισθ.
γιλιάτσ̑'
[ʝiˈʎatʃ]
Μισθ.
γελέκο
[ʝeˈleko]
Ανακ.
Από το νεότ. ουσ. γελέκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. yelek, όπου και διαλεκτ. τύπ. yilek.
Γιλέκο
ό.π.τ.
:
Φόρου ντου γιλιάτσ̑ι σ' μη παγώεις
(Φόρεσε το γιλέκο σου να μην κρυώσεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'σ’ το ιμάτι πάνου φορένκαμ’ γελέκι· 'σ’ ’ελέκι πάνου το καβάδι
(Πάνω από το εσωτερικό πουκάμισο φορούσαμε γιλέκο· πάνω από το γιλέκο το καβάδι)
-ΚΜΣ-ΚΠ370
Πβ.
ισλίκι :1, κορσάζο, μπαμπουκλού, φέρμενε